Δύο Αιώνες Σταθερότητας: Το Τσιμέντο Γιορτάζει 200 Χρόνια Ύπαρξης

Είναι ένα υλικό που όταν αναμειγνύεται με άμμο, νερό και ίνες χάλυβα, σχηματίζει το σκυρόδεμα. Αυτό το τεχνητό, φθηνό και εύκολο υλικό καθορίζει σήμερα το τοπίο των πόλεών μας.

Γιατί μπορεί να μιλάμε για την τεχνητή νοημοσύνη και τον ψηφιακό κόσμο, αλλά αυτή τη στιγμή, ζούμε ακόμα στην Εποχή του Τσιμέντου. Το βλέπουμε στα σπίτια, στα σχολεία, στα νοσοκομεία, στα εμπορικά κέντρα, στους αυτοκινητοδρόμους, στο μετρό και στα αεροδρόμια. Είναι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρα –αλλά και οι εφιάλτες- του σύγχρονου πολιτισμού.

«Το τσιμέντο είναι το δεύτερο προϊόν που χρησιμοποιεί πιο ευρέως ο άνθρωπος, μετά το νερό. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να το γνωρίζουμε. Βλέπουμε δρόμους και κτίρια και πιστεύουμε ότι ήταν πάντα εκεί, αλλά αυτό δεν ισχύει», εξηγεί στην El Pais η Francisca Puertas Maroto, ερευνήτρια καθηγήτρια στο Eduardo Torroja Institute of Construction Sciences, του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνών της Ισπανίας (CSIC).

«Το πάθος με το χτίσιμο είναι κάτι εγγενές στα πολιτισμένα όντα», λέει ο Valentín Alejándrez, διευθυντής του εκδοτικού οίκου CINTER. Με το πέρασμα των αιώνων, αυτή η επιθυμία του ανθρώπου να χτίσει -κάποιες φορές εκπληκτικά χρήσιμη και παραγωγική, μερικές φορές τρελή- συνοδεύτηκε από μια ποικιλία υλικών, όπως πηλό ανακατεμένο με άχυρο, ακατέργαστες ή λαξευμένες πέτρες, πήλινα τούβλα στεγνωμένα στον ήλιο, τσιμέντο και σίδηρο, έως ότου οι άνθρωποι έφτασαν στο σκυρόδεμα στις διάφορες μορφές του.

Οι πρώτοι μεγάλοι μηχανικοί ήταν οι Ρωμαίοι και η επέκταση της αυτοκρατορίας τους τους οδήγησε «να χτίσουν δρόμους, γέφυρες, υδραγωγεία για να τροφοδοτήσουν με νερό μεγάλους πληθυσμούς, φράγματα, ναούς, κυβερνητικά κτίρια, κολοσσαία για την ψυχαγωγία των μαζών», όπως σημειώνει ο Alejándrez.

Αιώνες αργότερα η βιομηχανική επανάσταση έφερε την ανάγκη για γιγάντιους χώρους για την επεξεργασία και την αποθήκευση προϊόντων. «Σε σύντομο χρονικό διάστημα η γη υποδομήθηκε, ας πούμε. Η αυξανόμενη χρήση των σιδηροδρόμων για τη μεταφορά υλικών, αγαθών και ανθρώπων οδήγησε σε πολύ μεγαλύτερες γέφυρες, σήραγγες και εμπορικά λιμάνια. Και επειδή το υλικό είχε ορισμένους περιορισμούς, έγιναν έρευνες για τη βελτίωσή του έως ότου βρήκαμε το τσιμέντο Portland», εξηγεί ο João Mascarenhas-Mateus, συγγραφέας του «Changing Cultures: European Perspectives on the History of Portland Cement and Reinforced Concrete, 19th and 20th Centuries».

Με την ταχεία επέκταση της ποικιλίας Portland ήρθε η τσιμεντοποίηση του κόσμου, σε μία εποχή νέων οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών δομών που, με τη σειρά τους, δημιούργησαν νέες σπουδές και επαγγέλματα. Σε πολλές χώρες, για δεκαετίες, το να είσαι αρχιτέκτονας ήταν η καλύτερη δουλειά. Η αγοραπωλησία γης για οικοδόμηση ήταν μια πηγή πλούτου και μια ασφαλής επιχείρηση. Το να χτίσει κανείς τον υψηλότερο ουρανοξύστη –ή έστω να ζει σε αυτόν- έγινε το όνειρο πολλών ανδρών.

Αλλά τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. «Έχουμε υπερ-τσιμεντοποιήσει τη γη μας, τη φύση μας, το τοπίο μας», λέει στην El Pais ο Mascarenhas-Mateus, ερευνητής στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής, Πολεοδομίας και Σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας. «Η κουλτούρα της κατασκευής αλλάζει όταν αλλάζουν η διάσταση, το πλαίσιο και οι στόχοι μιας κοινωνίας. Και τώρα βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής».

Σήμερα, όλο και περισσότερες φωνές καταγγέλλουν την κατάχρηση του τσιμέντου, λόγω του ρόλου του στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Η παραγωγή τσιμέντου από μόνη της ευθύνεται για έως και το 7% των παγκόσμιων εκπομπών CO2 και η παγκόσμια βιομηχανία σκυροδέματος πρέπει να μειώσει τις εκπομπές της κατά 16% έως το 2030 και 100% έως το 2050.

«Το τσιμέντο ενσαρκώνει την καπιταλιστική λογική. Ακυρώνει όλες τις διαφορές και είναι λίγο πολύ πάντα το ίδιο. Παράγεται βιομηχανικά και σε αστρονομικές ποσότητες, με καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον και την υγεία, έχει επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλο τον κόσμο, δολοφονώντας την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και ομογενοποιώντας όλα τα μέρη με την παρουσία του», γράφει ο Anselm Jappé στο βιβλίο του 2020 «Béton – Arme de construction massive du capitalism».

«Είμαστε στην αρχή μιας μεγάλης μεταμόρφωσης. Προχωράμε προς μια αλλαγή παραδείγματος, αλλά μας λείπει το νέο υλικό για αυτή τη νέα οικοδομική κουλτούρα», σημειώνει ο Mascarenhas-Mateus.
 

Δύο Αιώνες Σταθερότητας: Το Τσιμέντο Γιορτάζει 200 Χρόνια Ύπαρξης

Είναι ένα υλικό που όταν αναμειγνύεται με άμμο, νερό και ίνες χάλυβα, σχηματίζει το σκυρόδεμα. Αυτό το τεχνητό, φθηνό και εύκολο υλικό καθορίζει σήμερα το τοπίο των πόλεών μας.

Γιατί μπορεί να μιλάμε για την τεχνητή νοημοσύνη και τον ψηφιακό κόσμο, αλλά αυτή τη στιγμή, ζούμε ακόμα στην Εποχή του Τσιμέντου. Το βλέπουμε στα σπίτια, στα σχολεία, στα νοσοκομεία, στα εμπορικά κέντρα, στους αυτοκινητοδρόμους, στο μετρό και στα αεροδρόμια. Είναι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρα –αλλά και οι εφιάλτες- του σύγχρονου πολιτισμού.

«Το τσιμέντο είναι το δεύτερο προϊόν που χρησιμοποιεί πιο ευρέως ο άνθρωπος, μετά το νερό. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να το γνωρίζουμε. Βλέπουμε δρόμους και κτίρια και πιστεύουμε ότι ήταν πάντα εκεί, αλλά αυτό δεν ισχύει», εξηγεί στην El Pais η Francisca Puertas Maroto, ερευνήτρια καθηγήτρια στο Eduardo Torroja Institute of Construction Sciences, του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνών της Ισπανίας (CSIC).

«Το πάθος με το χτίσιμο είναι κάτι εγγενές στα πολιτισμένα όντα», λέει ο Valentín Alejándrez, διευθυντής του εκδοτικού οίκου CINTER. Με το πέρασμα των αιώνων, αυτή η επιθυμία του ανθρώπου να χτίσει -κάποιες φορές εκπληκτικά χρήσιμη και παραγωγική, μερικές φορές τρελή- συνοδεύτηκε από μια ποικιλία υλικών, όπως πηλό ανακατεμένο με άχυρο, ακατέργαστες ή λαξευμένες πέτρες, πήλινα τούβλα στεγνωμένα στον ήλιο, τσιμέντο και σίδηρο, έως ότου οι άνθρωποι έφτασαν στο σκυρόδεμα στις διάφορες μορφές του.

Οι πρώτοι μεγάλοι μηχανικοί ήταν οι Ρωμαίοι και η επέκταση της αυτοκρατορίας τους τους οδήγησε «να χτίσουν δρόμους, γέφυρες, υδραγωγεία για να τροφοδοτήσουν με νερό μεγάλους πληθυσμούς, φράγματα, ναούς, κυβερνητικά κτίρια, κολοσσαία για την ψυχαγωγία των μαζών», όπως σημειώνει ο Alejándrez.

Αιώνες αργότερα η βιομηχανική επανάσταση έφερε την ανάγκη για γιγάντιους χώρους για την επεξεργασία και την αποθήκευση προϊόντων. «Σε σύντομο χρονικό διάστημα η γη υποδομήθηκε, ας πούμε. Η αυξανόμενη χρήση των σιδηροδρόμων για τη μεταφορά υλικών, αγαθών και ανθρώπων οδήγησε σε πολύ μεγαλύτερες γέφυρες, σήραγγες και εμπορικά λιμάνια. Και επειδή το υλικό είχε ορισμένους περιορισμούς, έγιναν έρευνες για τη βελτίωσή του έως ότου βρήκαμε το τσιμέντο Portland», εξηγεί ο João Mascarenhas-Mateus, συγγραφέας του «Changing Cultures: European Perspectives on the History of Portland Cement and Reinforced Concrete, 19th and 20th Centuries».

Με την ταχεία επέκταση της ποικιλίας Portland ήρθε η τσιμεντοποίηση του κόσμου, σε μία εποχή νέων οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών δομών που, με τη σειρά τους, δημιούργησαν νέες σπουδές και επαγγέλματα. Σε πολλές χώρες, για δεκαετίες, το να είσαι αρχιτέκτονας ήταν η καλύτερη δουλειά. Η αγοραπωλησία γης για οικοδόμηση ήταν μια πηγή πλούτου και μια ασφαλής επιχείρηση. Το να χτίσει κανείς τον υψηλότερο ουρανοξύστη –ή έστω να ζει σε αυτόν- έγινε το όνειρο πολλών ανδρών.

Αλλά τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. «Έχουμε υπερ-τσιμεντοποιήσει τη γη μας, τη φύση μας, το τοπίο μας», λέει στην El Pais ο Mascarenhas-Mateus, ερευνητής στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής, Πολεοδομίας και Σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας. «Η κουλτούρα της κατασκευής αλλάζει όταν αλλάζουν η διάσταση, το πλαίσιο και οι στόχοι μιας κοινωνίας. Και τώρα βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής».

Σήμερα, όλο και περισσότερες φωνές καταγγέλλουν την κατάχρηση του τσιμέντου, λόγω του ρόλου του στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Η παραγωγή τσιμέντου από μόνη της ευθύνεται για έως και το 7% των παγκόσμιων εκπομπών CO2 και η παγκόσμια βιομηχανία σκυροδέματος πρέπει να μειώσει τις εκπομπές της κατά 16% έως το 2030 και 100% έως το 2050.

«Το τσιμέντο ενσαρκώνει την καπιταλιστική λογική. Ακυρώνει όλες τις διαφορές και είναι λίγο πολύ πάντα το ίδιο. Παράγεται βιομηχανικά και σε αστρονομικές ποσότητες, με καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον και την υγεία, έχει επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλο τον κόσμο, δολοφονώντας την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και ομογενοποιώντας όλα τα μέρη με την παρουσία του», γράφει ο Anselm Jappé στο βιβλίο του 2020 «Béton – Arme de construction massive du capitalism».

«Είμαστε στην αρχή μιας μεγάλης μεταμόρφωσης. Προχωράμε προς μια αλλαγή παραδείγματος, αλλά μας λείπει το νέο υλικό για αυτή τη νέα οικοδομική κουλτούρα», σημειώνει ο Mascarenhas-Mateus.